-
1 μάλθα
A mixture of wax and pitch (cf. Fest.p.119 L.) for caulking ships,μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας Hippon.50
; for laying over writing-tablets, τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ar.l.c.;ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία D.46.11
; μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένα fashioned of wax (and melting with terror), S.Ichn.140.III also expld. by μαλακία καὶ τρυφ[ερ]ή, and ῥύπος ξηρός, Hsch.
См. также в других словарях:
μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η … Dictionary of Greek